χέσιμο

χέσιμο
τό
1) испражнение; 2) грубое оскорбление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χέσιμο" в других словарях:

  • χέσιμο — το, ατος αποπάτηση: Πάει για χέσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χέσιμο — το, Ν 1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση 2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ τού αορ. έ χεσ α τού ρ. χέζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • αφόδευμα — το (AM ἀφόδευμα) το αποπάτημα, το χέσιμο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»